- πρόγευση
- η, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προγεύματος2. μτφ. η πρώτη εμπειρία από μια κατάσταση ή ενέργεια («με τους εξαμηνιαίους διαγωνισμούς παίρνουν οι μαθητές μια πρόγευση τών προαγωγικών εξετάσεων»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. πρόγευσις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].
Dictionary of Greek. 2013.